- ναύβιον
- ναύβιον, τὸ, πληθ. και ναούτα, (Α)1. κυβική μονάδα μέτρησης στην Αίγυπτο η οποίο είχε πλευρά ίση με δύο βασιλικούς πήχεις2. φόρος ο οποίος καταβαλλόταν από τους γαιοκτήμονες προκειμένου να απαλλαγούν από ορισμένη υποχρέωση.
Dictionary of Greek. 2013.